κρεΐσκος

κρεΐσκος
κρεΐσκος, , Dim. of κρέας,
A morsel of meat, Alex.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρεΐσκος — κρεΐσκος, ὁ (Α) κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ηγεμον ίσκος, να ΐσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”